- ἀπερωπός
- ἀπερωπός, όν,A inconsiderate, cruel, A.Ch.600; expl. by ἀναιδής, σκληρός, οἷον ἀπερίοπτος καὶ ἀπερίβλεπτος by Phryn.PSp.10B., cf. EM120.41, Hsch. Adv. -πῶς· θαυμαστῶς, ἀδοκήτως, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.