ἀπερωπός

ἀπερωπός
ἀπερωπός, όν,
A inconsiderate, cruel, A.Ch.600; expl. by ἀναιδής, σκληρός, οἷον ἀπερίοπτος καὶ ἀπερίβλεπτος by Phryn.PSp.10B., cf. EM120.41, Hsch. Adv. -πῶς· θαυμαστῶς, ἀδοκήτως, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απερωπός — ἀπερωπός, όν (Α) άκριτος, σκληρός …   Dictionary of Greek

  • ἀπερωπός — inconsiderate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερωπόν — ἀπερωπός inconsiderate masc/fem acc sg ἀπερωπός inconsiderate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”